Προληπτικός έλεγχος για Καρκίνο του Παχέος Εντέρου (ΚΠΕ)

Προληπτικός έλεγχος για Καρκίνο του Παχέος Εντέρου (ΚΠΕ)

Ο καρκίνος του παχέος εντέρου αποτελεί τη δεύτερη πιο συχνή αιτία θανάτου από καρκίνο σε όλο τον κόσμο, σε άντρες και γυναίκες.

Είναι από τους λίγους καρκίνους (όπως και ο καρκίνος του μαστού) που θα μπορούσε να διαγνωσθεί σε πρώιμο στάδιο και άρα να θεραπευθεί – ιαθεί πλήρως και οριστικά.

Οι πολύποδες του παχέος εντέρου είναι καλοήθεις βλάβες οι οποίες, δυνητικά, μπορεί να μεγαλώσουν σε μέγεθος και να εξαλλαγούν. Δηλαδή είναι προκαρκινικές μορφές που με τα χρόνια μετατρέπονται σε καρκίνο. Το πόσο επιθετικοί είναι, εξαρτάται από το μέγεθός, τον ιστολογικό τύπο και τη μορφολογία τους (απαραίτητη η βιοψία, δηλαδή η αφαίρεσή και εξέτασή τους στο μικροσκόπιο).

Έλεγχος παχέος εντέρου για πολύποδες και καρκίνο

 Σε ασθενείς με μέσο κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου

(δηλαδή χωρίς να έχουν προδιαθεσικούς παράγοντες)

 

Έναρξη ελέγχου στην ηλικία των 50 ετών (ή 45), με μια από τις ακόλουθες μεθόδους:

 

  1. Ολική κολονοσκόπηση (προτεινόμενη μέθοδος)

Ή εναλλακτικά:

  1. Ορθοσιγμοειδοσκόπηση
  2. Αξονική κολονοσκόπηση- Βαριούχος υποκλυσμός διπλής σκιαγραφικής αντίθεσης

*Αν δεν μπορούν να εκτελεστούν οι παραπάνω προληπτικές μέθοδοι συνιστάται:

  1. Ανοσοϊστοχημική μέθοδος ανίχνευσης αίματος στα κόπρανα – Fecal immunochemical test (FIT)
  2. Υψηλής ευαισθησίας μέθοδος ανίχνευσης αίματος στα κόπρανα – Hemoccult test (gFOBT)
  3. DNA test κοπράνων

 

Συνέχιση του ελέγχου έως την ηλικία των 75 ετών.

Η συνέχιση του ελέγχου στις ηλικίες 76- 85 ετών εξατομικεύεται.

Ο έλεγχος σταματά μετά την ηλικία των 85 ετών.

Επί θετικών αποτελεσμάτων με τις παραπάνω μεθόδους  θα πρέπει να συσταθεί οπωσδήποτε κολονοσκόπηση.

 

  1. Ολική Κολονοσκόπηση

Ενδοσκοπικός έλεγχος όλου του παχέος εντέρου μετά από ειδικό καθαρισμό, χωρίς ολική αναισθησία αλλά με βαθειά μέθη – απόλυτα ασφαλής και άνετη για τον ασθενή, και λήψη βιοψιών από ύποπτες περιοχές.

Η κολονοσκόπηση προλαμβάνει και μειώνει τη θνητότητα από τον ΚΠΕ. Σε μεγάλες μελέτες, όταν εφαρμόζεται ως μέθοδος ελέγχου (screening) ασθενών μέσου κινδύνου για ΚΠΕ, μειώνει την συχνότητα του ΚΠΕ κατά 80%.

*Αν η αρχική εξέταση είναι αρνητική συστήνεται η επανάληψή της ανά 10 έτη

 

  1. Ορθοσιγμοειδοσκόπηση

Ελέγχει το κατώτερο μέρος του παχέος εντέρου (ορθό και σιγμοειδές) όπου και εμφανίζονται πιο συχνά πολύποδες και καρκίνος (περίπου το 40% των περιπτώσεων)

Η εξέταση μπορεί να πραγματοποιηθεί χωρίς καταστολή αλλά, για να είναι καλής ποιότητας, απαιτείται καθαρισμός του παχέος εντέρου όμοιος με αυτόν της κολονοσκόπησης -επανάληψη ανά 5 έτη ή μόνη της ή σε συνδυασμό με ετήσιο έλεγχο για ανίχνευση αίματος στα κόπρανα (gFOBT ή FIT)

Με την ολική κολονοσκόπηση και ορθοσκόπηση μπορούμε να πάρουμε βιοψίες και να επιβεβαιώσουμε με ακρίβεια την διάγνωση.

 Υπάρχουν επίσης ενδοσκοπικές τεχνικές, που μπορούμε με ειδικά εργαλεία να αφαιρέσουμε τελείως μικρές βλάβες ή σε αρχική μορφή ακόμα και καρκίνου, ή μεγάλους καλοήθεις και δυνητικά κακοήθεις πολύποδες, χωρίς να χρειαστεί χειρουργική επέμβαση.

 

  1. Αξονική κολονοσκόπηση (κολονογραφία)  ή βαριούχος υποκλυσμός (παλαιότερη τεχνική)

Η ευαισθησία της αξονικής κολονοσκόπησης στην ανίχνευση μεγάλων πολυπόδων (>9mm) φτάνει στο 90% και η ειδικότητά της στην ανίχνευση του ΚΠΕ είναι 86%.

Η ευαισθησία της μεθόδου για μικρότερες βλάβες είναι χαμηλότερη.

Υπάρχει υψηλό ποσοστό ψευδώς θετικών ευρημάτων (τα αποτελέσματα θα χρειαστεί να επιβεβαιωθούν με ολική κολονοσκόπηση και βιοψία).

 

  1. Μέθοδοι ανίχνευσης αίματος στα κόπρανα

Η παρουσία αίματος στα κόπρανα δεν αποτελεί ειδικό εύρημα, συχνά όμως οφείλεται σε ΚΠΕ ή μεγάλους πολύποδες (>1 εκ). Απαιτείται ετήσιος έλεγχος αποτελούμενος από 2 ή 3 δείγματα 3 συνεχόμενων κενώσεων και ανάλυση είτε με υψηλής ευαισθησίας gFOBT ή με ανοσοϊστοχημική μέθοδο ανίχνευσης αίματος στα κόπρανα (FIT).

Αν η δοκιμασία αποβεί θετική πρέπει να εκτελεστεί κολονοσκόπηση.

 

  1. Εξέταση DNA κοπράνων

Η μέθοδος βασίζεται στην ανίχνευση στα κόπρανα μοριακών δεικτών που σχετίζονται με τις γενετικές μεταβολές που επισυμβαίνουν κατά την μετάπτωση του υγειούς ιστού σε αδένωμα και καρκίνωμα («αλληλουχία αδένωμα – καρκίνωμα»). Τα νεοπλασματικά κύτταρα που περιέχουν αλλαγές του DNA αποπίπτουν στον αυλό του εντέρου και ανιχνεύονται στα κόπρανα.

Δεν προτείνεται ασυμπτωματικός έλεγχος μετά την ηλικία των 85 ετών.

 

 Διάγνωση και θεραπεία

 

Σε κάθε περίπτωση όταν επιβεβαιωθεί καρκίνος ή κακοήθης εξαλλαγή σε πολύποδα ή δυνητικά κακοήθεις πολύποδες και μεγάλα αδενώματα, μετά από κολποσκόπηση και βιοψία, θα πρέπει να διερευνηθεί ο τρόπος επεμβατικής αφαίρεσης. Η αφαίρεση γίνεται είτε με ενδοσκοπικές μεθόδους (αν αυτό είναι εφικτό), είτε με χειρουργική επέμβαση, με λαπαροσκοπική ή ανοικτή προσπέλαση.

Η επεμβατική αφαίρεση της ‘ύποπτης’ μάζας έχει σκοπό την ολική αφαίρεσή της, μαζί με τα τον ιστό που μπορεί να την περιβάλει και να ‘φιλοξενεί’ καρκινικά κύτταρα. Χρειάζεται δηλαδή, ανάλογα την μάζα, αφαίρεση μέρος του παχέος εντέρου, μαζί με τους γύρω ιστούς, το λίπος, τους λεμφαδένες, τα αγγεία και νεύρα. Πριν από κάθε παρέμβαση προηγείται συστηματικός έλεγχος για πιθανές άλλες εστίες ή μεταστάσεις

Στις μέρες μας όλες σχεδόν οι επεμβάσεις μπορούν να γίνουν με τις ελάχιστα επεμβατικές τεχνικές και την λαπαροσκοπική χειρουργική.

 

Συμπέρασμα

‘Ο Καρκίνος του Παχέος Εντέρου μπορεί να ελεγχθεί σε πρώιμο στάδιο και να θεραπευτεί, ο έλεγχος στον γενικό πληθυσμό, δηλαδή αν δεν υπάρχουν ειδικοί λόγοι (πχ κληρονομικότητα ή συμπτώματα), αρχίζει από τα 50 έτη, πολλοί προτείνουν πλέον την πρώτη κολονοσκόπηση στα 45 έτη’.