Οι παχύσαρκες γυναίκες (γυναικεία παχυσαρκία) έχουν τριπλάσια πιθανότητα να παρουσιάσουν προβλήματα στην αναπαραγωγή, σε σχέση με τις γυναίκες που έχουν φυσιολογικό βάρος. Ο σχετικός κίνδυνος αυξάνεται για κάθε μονάδα αύξησης του Δείκτη Μάζας Σώματος ΔΜΣ (kg/m2) πάνω από το ιδανικό.
Τα πιο σημαντικά προβλήματα που παρουσιάζονται, στις υπέρβαρες ή παχύσαρκες γυναίκες είναι τα εξής:
A. Υπογονιμότητα στην αναπαραγωγική ηλικία
Οι υπέρβαρες και οι παχύσαρκες γυναίκες έχουν πολύ συχνότερα ασταθή κύκλο, εμφανίζουν πολυκυστικές ωοθήκες και αντίσταση στην ινσουλίνη καθώς και άλλες ορμονικές διαταραχές.
Το υπερβολικό σωματικό λίπος είναι αυτό που παίζει τον βασικό ρόλο στην καθυστεριμένη έναρξη της εφηβείας και της εμμήνου ρύσεως και προκαλεί γενικότερες διαταραχές στην λειτουργία του ορμονικού συστήματος.
Όσο πιο αυξημένος είναι ο δείκτης μάζας σώματος (ΔΜΣ), και ιδίως σε κεντρική παχυσαρκία (δηλαδή περισσότερο σπλαχνικό λίπος – στην κοιλιά) τόσο πιο σημαντική είναι η αστάθεια του κύκλου της περιόδου και πιο σημαντικές οι ορμονικές διαταραχές.
Το σύνδρομο των πολυκυστικών ωοθηκών (ΣΠΩ) επηρεάζει περίπου το 10% των γυναικών σε αναπαραγωγική ηλικία συνολικά ενώ το 40% των γυναικών με ΣΠΩ είναι παχύσαρκες.
Το αυξημένο λίπος στην παχυσαρκία προκαλεί αντίσταση στην ινσουλίνη (ή και ανάπτυξη σαγχαρώδη διαβήτη), που έχει σαν συνέπεια τα αυξημένα επίπεδα της ινσουλίνης (υπερινσουλιναιμία) που προκαλεί διαταραχές στην περίοδο, όσο και σοβαρά προβλήματα στην γονιμότητα.
Η πιθανότητα αυτόματης σύλληψης ελαττώνεται στις υπέρβαρες γυναίκες με ΔΜΣ > 29 kg/m2. Έχουν μετρηθεί 4% λιγότερες κυήσεις για κάθε βαθμό αύξησης του ΔΜΣ πάνω από το φυσιολογικό!
Η ωοθυλακική λειτουργία και η συχνότητα σύλληψης βελτιώνεται μετά την απώλεια βάρους.
Ας μην ξεχνάμε ότι στα παραπάνω προβλήματα των γυναικών, συχνά έρχεται να προστεθεί και ο ανδρικός παράγοντας. Όταν ο άντρας είναι παχύσαρκος, παρατηρείται κακή ποιότητα σπέρματος, οπότε σε ένα ζευγάρι που είναι και οι δύο παχύσαρκοι, η πιθανότητα αυτόματης σύλληψης είναι πολύ μικρότερη.
-Αν προσθέσουμε και πολύ διαδεδομένους παράγοντες κινδύνου της υπογονιμότητας, που συχνά συνυπάρχουν, όπως κάπνισμα, κακή διατροφή, δυτικός τρόπος ζωής – στρές και χειρουργεία-συμφύσεις, τότε οι πιθανότητες σύλληψης είναι ακόμα μικρότερες-.
Β. Χαμηλά ποσοστά επιτυχίας στην υποβοηθούμενη αναπαραγωγή και την εξωσωματική γονιμοποίηση (IVF-ICSI)
Ο αυξημένος ΔΜΣ, εκτός από τη ελάττωση της πιθανότητας αυτόματης σύλληψης, σχετίζεται και με χαμηλότερα ποσοστά επιτυχίας και αυξημένα προβλήματα στην θεραπεία της υπογονιμότητας.
Παράγονται λιγότερα ωοθυλακία σε κύκλους IVF (in vitro fertilization), υπάρχει ελαττωμένη απάντηση στην εξωγενή (φαρμακευτική) διέγερση των ωοθηκών, και τέλος χαμηλή πιθανότητα εγκυμοσύνης και λιγότερους τοκετούς από εξωσωματική γονιμόποιηση (IVF) χαμηλά ποσοστά μικρογονιμοποιησης λόγω αντρικής ανικανότητας (ICSI- intra cytoplasmic semen injection) καθως και αυξημένες αποβολές πρώτου τριμήνου, ιδιαίτερα σε γυναίκες με ΣΠΩ.
Γ. Αυξημένη πιθανότητα επιπλοκών στην εγκυμοσύνη και τον τοκετό
Ακόμα και αν υπάρξει εγκυμοσύνη και προχωρήσει, οι παχύσαρκες γυναίκες έχουν αυξημένο κίνδυνο πολλαπλών επιπλοκών κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης. Αυξημένος κίνδυνος για διαβήτη κύησης και προεκλαμψία, υπέρταση κύησης, καθώς και αυξημένη ανάγκη για καισαρική τομή.
Η παχυσαρκία και η υπερινσουλιναιμία μπορεί να προκαλέσουν γενετικές ανωμαλίες και μακροσωμία στο έμβρυο (επιπλοκές κύησης).
*Όλοι οι παχύσαρκοι έχουν αυξημένο κίνδυνο για υπέρταση, για θρομβωτικά επεισόδια (όπως έμφραγμα, εγκεφαλικά επεισόδια, πνευμονικές εμβολές) επομένως και αυξημένο κίνδυνο για αποβολές.
Η παχυσαρκία φαίνεται να σχετίζεται επίσης με αυξημένο κίνδυνο για διαταραχές διάπλασης του εμβρύου, κυρίως της καρδιάς και του νευρικού συστήματος του μωρού καθώς και τον πρώιμο θάνατο του νεογνού.
Γενετική προδιάθεση και κληρονομικότητα
Τα μωρά που γεννιούνται από παχύσαρκες μαμάδες έχουν αυξημένο κίνδυνο να γίνουν παχύσαρκα και αυτά από την παιδική τους ηλικία και να παραμείνουν παχύσαρκα στην εφηβία και τη ενήλικη ζωή.
Υπάρχουν όμως και καλά νέα!
Η απώλεια βάρους βελτιώνει την γυναικεία γονιμότητα
Σε παχύσαρκες γυναίκες χωρίς κύκλο (ανωοθυλακιορρηξία) και προβλήματα γονιμότητας, με την βελτίωση την παχυσαρκίας βλέπουμε και ανάλογη βελτίωση στον κύκλο και αυξημένες πιθανότητες σύλληψης και εγκυμοσύνης. Ακόμα και μικρή απώλεια βάρους μπορεί να έχει σημαντική ευεργερτική επίδραση.
Η ωοθυλακική λειτουργία επανέρχεται στην πλειοψηφία γυναικών με πολυκυστικές ωοθήκες, αφού χάσουν 5-10% του ολικού τους βάρους, ενώ η πιθανότητα εγκυμοσύνης αυξάνεται κατά 30-40% σε ένα χρόνο μετά την απώλεια βάρους.
Στις γυναίκες με νοσογόνο παχυσαρκία (ΔΜΣ >35), η χειρουργική απώλεια βάρους θεωρείται πλέον η θεραπεία εκλογής, καθώς συμβάλλει σημαντικά στην ομαλοποίηση του κύκλου και στην βελτίωση της γονιμότητας, αλλά και στην μείωση των επιπλοκών κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης (για την μητέρα αλλά και το έμβρυο).
Η κύηση πρέπει να αποφεύγεται τον πρώτο χρόνο μετά το χειρουργείο καθώς η σημαντική απώλεια βάρους μπορεί να προκαλέσει σχετική έλλειψη θρεπτικών συστατικών στο έμβρυο και έντονη κόπωση στην μητέρα (πχ υπόταση αναιμία, έλλειψη σιδήρου), δεν σχετίζεται όμως με περιγεννητικές επιπλοκές, εφόσον υπάρχει σωστή διατροφική και ιατρική παρακολούθηση.
Οι βασικές επεμβάσεις για την απώλεια βάρους γίνονται λαπαροσκοπικά και έχουν πολύ χαμηλά ποσοστά επιπλοκών. Συνήθως αναφερόμαστε στο γαστρικό μανίκι (sleeve gastrectomy) και κάποια μορφή γαστρικής παράκαμψης (gastric bypass). Η νοσηλεία είναι συνήθως 1 έως 3 μέρες και τα αποτελέσματα σημαντικά από τον πρώτο μήνα. Σε διάρκεια 1 με 2 χρόνια, έχουμε απώλεια κατά μέσο όρο 75% του παραπανω βάρους.
Η απώλεια των περιττών κιλών είναι μόνιμη και συνοδεύεται από βελτίωση ή και πλήρη θεραπεία και άλλων προβλημάτων, που την συνοδεύουν ήδη ή θα εμφανίζονταν αν παρέμενε η παχυσαρκία. Τέτοια προβλήματα είναι η υπέρταση, ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2, η υπερλιπιδαιμία και οι διαταραχές του ύπνου ή οι πόνοι στις αρθρώσεις (άπνοια ύπνου, αρθρίτιδες).
Συμπερασματικά οι υπέρβαρες και παχύσαρκες γυναίκες, αντιμετωπίσουν συχνά προβλήματα γονιμότητας και εγκυμοσύνης. Η χειρουργική απώλεια βάρους, όταν υπάρχουν ενδείξεις, μπορεί να είναι ευεργετική και στην γενικότερη υγεία αλλά και στην σύλληψη με φυσικό ή τεχνητό τρόπο αλλά και την ομαλή πορεία της εγκυμοσύνης και την υγεία του εμβρύου και του νεογνού.